- στιχηρός
- -ή, -ό / στιχηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και στειχηρός, -ά, -όν, Α1. αυτός που αποτελείται από στίχους, που έχει γραφεί σε στίχους, έμμετρος («στιχηραὶ βίβλοι», Γρηγ. Ναζ.)2. (το ουδ., ιδίως στον πληθ., ως ουσ.) το στιχηρό και τα στιχηράεκκλ. τροπάρια τής βυζαντινής εκκλησιαστικής ακολουθίας στα οποία προτάσσονται στίχοι από τους ψαλμούς τού Δαβίδ.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. σιγ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.